Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Τα μάρμαρα που μιλάνε...



Ήρθε η ώρα για να σας πω ένα παραμύθι που μου το αφηγήθηκαν κάποια πολύ παλιά μαρμαρα... Κάποτε σε μια χωρα ιερή ζούσε ο Μικρός Νικολάκης ήταν παιδί γεμάτο περιέργεια και όλο ρωτούσε, ρωτούσε για τους θεούς και για το σύμπαν όλο ρωτούσε για την Γαία και για την ψυχή του ανθρώπου...



Ο μικρός Νικολάκης μεγάλωνε και διδαχθηκε όλα όσα ρωτούσε κάποτε και όλα τα δέχτηκε σαν πραγματικότητα ενώ τα εξέταζε με την κριτική του σκέψη μιας που είχε καταφέρει να γίνει και αυτός σοφός μέσα στους πολλούς της χώρας του. Μονο για ένα πράγμα είχε αμφιβολίες και έτσι ο μεγάλος σε ηλικία πλέον Νικολάκης ακόμα δεν μπορούσε να κατανοήσει την ψυχή του ανθρώπου όσα και αν διδάχθηκε για αυτήν...Γυρνούσε όλη την χωρα του για να βρει εκείνον το δάσκαλο που θα μπορούσε να του απαντήσει για το ερώτημα που τον βασάνιζε από μικρό, έτσι ξεκίνησε ταξίδι μα πουθενά δεν έβρισκε εκείνη την απάντηση που γύρευε και οι μέρες περνούσαν όπως και η ζωή...

Απογοητευμένος ποια και αρκετά γερασμένος αποφάσισε να ζήσει τα τελευταία του χρονια κοντά στην ενδοξότερη πόλη...Οι μέρες περνούσαν και εκείνο το ερώτημα ποτε δεν σταμάτησε να τον απασχολεί μα είχε σταματήσει να ψάχνει και προσπαθούσε πλέον να βρει την μούσα που θα του χαρίσει εκείνη την έμπνευση για να αφήσει στα τεκνα του άξιους λόγους για να προπορευτούν και εκείνα στην ζωή τους...Μια μέρα όπου φιλοσοφούσε με τον ευατό του πέρασε από μπρός του ένας ακουστός και θαυμαστός σοφός που ζούσε σε πιθάρι...Εκείνος τότε τον σταμάτησε προσφέροντας του οίνο και φιλοξενία όμως ο σοφός του απάντησε

΄΄Να τον δεχτώ τον οίνο το καλοπροαίρετο και την φιλοξενία σου μα τι σαν δώρο να σου φέρω΄΄ αμέσως στον νου του Νικολάκη ήρθε εκείνο το ερώτημα που χρονια τώρα τον καίει και απάντησε ευθείς στον άστεγο σοφό του ΄΄Σοφέ εσύ που ξακουστός παντού είσαι, γιατί κανέναν δεν άφησες δίχως απάντηση σε όλα να λοιπόν το δώρο μου μια απάντηση γυρεύω΄΄ και έτσι ο πυθαροφερείς έκατσε και ήπιε και έφαγε και την φιλοξενία του Νικολάκη χόρτασε ώσπου τον ρώτησε ποια απάντηση γυρεύει. Ο γερασμένος Νικολάκης με μιας το ερώτημα του θέτει και ο σοφός ο άστεγος γελάει και γελάει...

΄΄Γιατί γελάς σοφέ μήπως θαρρείς πως είσαι ποιο έξυπνος από όλους μας, ποιο συνετός στα θεία΄΄ και ο σοφός με φωνή ήσυχη ποια του απαντάει ΄΄Ακου μεγάλε μου άνθρωπε τι συμφορές ζητείς εμενα άστεγο θαρρείς μα άστεγοι είμαστε όλοι, γιατί της ψυχής το σπίτι της είναι το σώμα όλων, και σαν το σπίτι ποια χαθεί άλλο πιθάρι ψάχνει κ΄ αναζητεί΄΄ τα ματια του Νικολάκη ήταν έτοιμα να δακρύσουν...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου